Το πάρτυ έχει πάρει ξέφρενους ρυθμούς στο σπίτι ενός φίλου του Μοχάμετ.
Ο Μοχάμετ έλεγε πως δεν ήθελε να έρθει. Ο φίλος του καταλάβαινε πως ο Μοχάμετ στην πραγματικότητα ήθελε να έρθει, αλλά στεκόταν εμπόδιο μέσα του το γεγονός ότι ήταν ξένος. Ο φίλος του όμως τον τράβηξε όσο και αν αντιδρούσε. Του εξηγούσε ότι όλα είναι μέσα στο κεφάλι του και ότι τώρα είναι η πιο κατάλληλη στιγμή για να σπάσει ο πάγος ανάμεσα σε αυτόν και στον κόσμο που υπήρχε γύρω του γενικώς, γιατί τώρα η διάθεση είναι χαλαρή και οι καρδιές ανοιχτές.
Ο Μοχάμετ πείστηκε αλλά δεν ήξερε τι να βάλει. Δύο τετράγωνα από το σπίτι που βρίσκονταν υπήρχε ένα μίνι μάρκετ. Πήραν δύο μάσκες απλές και μπογιές για το πρόσωπο. Πήγαν στο μπάνιο μπροστά στον καθρέφτη κι άρχισαν να πειραματίζονται. Ο Μοχάμετ άρχισε να ξεχνά τις σκέψεις του. Το παιχνίδι με τη μπογιά του δημιουργούσε ευχαρίστηση. Η μάσκα στο πρόσωπό του τον έκανε να ξεχαστεί τελείως. Έτσι ξεκίνησαν για το πάρτυ παίρνοντας μαζί και ένα ποτό να μοιραστούνε με τους υπόλοιπους.
Χτυπάνε το κουδούνι. Δεν ακούει κανείς. Ξαναχτυπάνε. Τίποτα. Η μουσική και η φασαρία είναι σε τέτοια ένταση που όχι το κουδούνι δεν ακούγεται, αλλά πρέπει να φωνάξεις με όλη σου τη δύναμη 3 φορές στο αυτί του άλλου για να ακούσει τι λες. Παίρνουν τηλέφωνο σε κινητά. Τίποτα. Ένα σκίρτημα διαπερνά την καρδιά του Μοχάμετ. «Μήπως ξέρουν ότι είμαι κι εγώ και δε γουστάρουν;», σκέφτηκε. Το τηλέφωνο του Δημήτρη έχει και δόνηση, αλλά με τέτοιο χοροπηδητό δε θα παίρνει χαμπάρι. Άσε που μπορεί να είναι στη νιρβάνα του σε καμιά γωνιά με τη Λούση που την ψήνει καιρό τώρα.
Ο φίλος και ο Μοχάμετ βγαίνουν πάλι στο δρόμο. Κάποιοι βρίσκονται στο μπαλκόνι, παρά το κρύο, μιας και το πάρτυ είναι φίσκα μέσα στο σπίτι και δε μπορείς να μιλήσεις. Κάποιος από αυτούς δε θα χαζεύει στο δρόμο; Κάνουν νόημα με τα χέρια. Επιτέλους κάποιος τους είδε και τους ανοίγει. Ο Μοχάμετ ηρέμισε λιγάκι από το προηγούμενο τρακ, αλλά άλλο τρακ του γεννιέται τώρα για τις αντιδράσεις που θα συναντήσει μέσα στη γιορτή. Η πόρτα είναι μισάνοιχτη και η μουσική ξεχύνεται ορμητικά στους διαδρόμους της πολυκατοικίας. Μπαίνουν μέσα.
Όλοι χορεύουν και πίνουν τα ποτά τους, όλοι στον κόσμο τους. Κανείς δε τους δίνει σημασία αρχικά, αλλά το ανοιγόκλειμα της πόρτας δε μπορεί να περάσει απαρατήρητο. Η περιέργεια για το ποιος μπήκε κάνει κάποιους να αναγνωρίζουν το φίλο του Μοχάμετ και να του μιλήσουν. Ο Μοχάμετ άμεσα νοιώθει δύο πιέσεις μέσα του. Από τη μια νοιώθει ότι δεν ξέρει κανένα και νοιώθει περισσότερη μοναξιά να τον διαπερνά τώρα που ο φίλος του βρήκε παρέα. Αφετέρου η ανασφάλεια για το πως θα τον αντιμετωπίσουν ως ξένο έχει αρχίσει να εντείνεται. Ο φίλος του όμως αρχίζει να τον γνωρίζει σε κόσμο, αυτός συστήνεται, αλλά είναι τυπικός καθώς ντρέπεται.
Ο Μοχάμετ αρχίζει και γίνεται παρατηρητικός περισσότερο από ποτέ. Έχει κλειστεί στον εαυτό του και κοιτά τα βλέμματα και τις φάτσες των ανθρώπων που πέφτουν πάνω του. Κάποιοι δε τον προσέχουν καν, κανά δυο που μόλις γνώρισε τον χαιρετούν με ένα νέβμα που έχει φιλικό τόνο. Παρατηρεί όμως σε πολλούς μία αποτροπή στο βλέμμα τους, μία τάση προς δυσφορία. Η πραγματικότητα τώρα έρχεται κοντά στους φόβους του.
Και τα κορίτσια, αχ τα κορίτσια είναι τόσο ελκυστικά με όλα τα χρώματα που έχουν βάλει πάνω τους, τις περίεργες στολές τους που αποκαλύπτουν διάφορα μέρη στο σώμα τους πολλές από αυτές. Και οι στολές και το βάψιμο στο πρόσωπο και το σώμα που έχουν επιλέξει οι πιο πολλές αποκαλύπτουν τα πιο δυνατά τους σημεία και τους δίνουν τόνο. Οι γάμπες, τα μπούτια, τα κωλαράκια, η μέση, οι πλάτες, τα στήθη, τα πρόσωπα, τα μάτια, τα μαλλιά.
Η θρησκευτική, όμως, κουλτούρα την οποία κουβαλά μέσα του ο Μοχάμετ τον κάνει να ανακατεύεται περισσότερο με ότι βλέπει τώρα μπροστά του, τόσο κοντά του, όπου αισθάνεται τα αρώματα, την αύρα, τα τυχαία αγγίγματα…
Λίγο παραπέρα ήταν σε κύκλο μια χαβαλεδιάρικη παρέα. Όλο μια τρέλα έκανε κάποιος από αυτούς και γελάγανε. Σα να κάνανε διαγωνισμό. Πείραζαν κι οικειοποιούνταν τα κορίτσια. Πολλοί τους έβρισκαν ενοχλητικούς. Για μερικούς είχαν πλάκα. Τους παρατηρούσαν και γελούσανε. Μόλις είδαν τον Μοχάμετ δεν έχασαν ευκαιρία. Άρχισαν να τον πειράζουν και να τον σχολιάζουν με κακό τρόπο, να τον μιμούνται άσχημα παριστάτνοντας του άραβες.
Ο φίλος του Μοχάμετ τον πήρε και πήγανε στο μπαλκόνι, όπου άρχισε να κλαίει. Λίγο παραπέρα βρισκόταν ο Δημήτρης με τη Λούση. «Ρε μαλάκα τι τον έφερες αυτόν τον βρωμιάρη μαζί σου που κλαίει σα γκόμενα;» «Άντε και γαμήσου ανόητε». Ο Δημήτρης πήγε να αρπαχτεί, αλλά η Λούση τον τράβηξε πίσω με ερωτοτροπίες. Ο Μοχάμετ κατηγορούσε το φίλο του γι’ αυτή του την απόφαση να τον πάρει μαζί του στο πάρτυ κι εκείνος προσπαθούσε να τον ησυχάσει και να τον ενθαρρύνει, εξηγώντας πως όλα χρειάζονται το χρόνο τους.
Λίγο αργότερα οι μαλάκες είχανε φύγει για να πάνε σε άλλο πάρτυ και οι δυο τους πήγανε πάλι μέσα. Όσο ο φίλος του έβρισκε και μιλούσε με φίλους, που και που όλο και κάποιος που τύχαινε να κάθεται κοντά στο Μοχάμετ έκανε ερωτήσεις στον Μοχάμετ από περιέργεια, οι οποίες όμως τον έκαναν να αισθάνεται άσχημα. Ερωτήσεις που μπορεί να είχαν να κάνουν με τη σεξουαλική του ζωή, ερωτήσεις που είχαν να κάνουν με ελλείψεις που έχουν στη χώρα του, ερωτήσεις σχετικά με τον αυταρχισμό που υπάρχει εκεί. Ο Μοχάμετ απαντούσε με λίγες λέξεις. Απαντήσεις με τις οποίες διέφευγε. Σε πάρτυ ήτανε. Να περάσει καλά ήθελε. Όχι να προβληματιστεί και να πονάει πάλι. Παράλληλα με όλα αυτά άρχισε να πίνει διάφορα ποτά. Τα ανακάτευε. Έπινε όσο δεν είχε πιει ποτέ στη ζωή του. Ποτέ δεν είχε μεθύσει.
Κατά τις 4:00 οι ρυθμοί είχαν πέσει. Τα παιδιά είπαν να χαμηλώσουν τη μουσική και να μαζευτούν και να κάνουν ένα κύκλο. Άρχισαν να παίζουν παιχνίδια. Μπαζ, Παλέρμο κ.α. Το παιχνίδι έκανε τον Μοχάμετ να ξεχαστεί από τις προηγούμενες σκοτούρες και να περνάει καλά κι επιτέλους να νοιώθει πιο κοντά με τους υπόλοιπους χωρίς την έγνοια του ρατσιστικού τοίχους που υψωνόταν κάθε στιγμή νωρίτερα, ενώ το κεφάλι που είχε κάνει με τα ποτά τον είχε κάνει πιο ανοιχτό. Κάποια στιγμή κατά τις 6:00 βαρέθηκαν και είπαν να σταματήσουν.
Είχαν μείνει λίγα άτομα στον κύκλο. Είχαν φύγει οι υπόλοιποι, ενώ ο Δημήτρης με τη Λούση ίσα που φαίνονταν καθώς φασώνονταν πίσω από τη μια πλευρά του καναπέ. Άρχισε μια χαλαρή κουβέντα. Ο καθένας μιλούσε προσωπικά για τον εαυτό του με τη βοήθεια ερωτήσεων των υπολοίπων. Κάποια στιγμή έφτασε η στιγμή του Μοχάμετ. Άρχισαν πάλι οι εφιαλτικές ερωτήσεις να πέφτουν πάνω του απανωτές τώρα: πως είναι η σεξουαλική ζωή; πως πλένεστε; γιατί μυρίζετε έτσι; είναι αλήθεια ότι δεν έχετε ούτε internet; είναι αλήθεια ότι πετροβολούν γυναίκες; είναι όμορφες ή άσχημες; έχετε πανεπιστήμια; υπάρχουν δουλειές; γιατί έφυγες; πως ήρθες εδώ; έχεις χαρτιά;
Ο Μοχάμετ ένοιωθε τρελή πίεση και ζάλη. Κάποια στιγμή ξέσπασε μέσα στη μέθη του χωρίς να το σκέφτεται και να αυτολογοκρίνει τον εαυτό του. «Εντάξει! Δεν είναι τόσο όμορφα στη χώρα μου. Είναι ένας κόσμος άσχημος. Τα πάντα είναι σκόνη και ξεραμένοι λόφοι. Όλα μίζερα, όλα ξερά. Και οι άνθρωποι δεν είναι τόσο όμορφοι. Είναι μελαμψοί και μυρίζουν. Λερώνονται πολύ και ιδρώνουν εύκολα. Δεν έχουν όλη αυτή την ποικιλία από αρώματα και χημικά που έχετε εσείς εδώ. Αλλά δεν έχουν και μεγάλες κοιλιές. Οι πόλεις είναι μικρές και καταθλιπτικές. Δεν υπάρχουν μεγάλα σπίτια και η υγειινή είναι δύσκολο πράγμα. Πολλά πράγματα που έχεις εδώ έτοιμα εκεί πρέπει να παλεύεις όλη μέρα να τα κατακτήσεις. Λίγοι έχουν πλυντήρια και κουζίνες. Το κλίμα επίσης είναι εχθρικό. Εδώ έχετε πολύ καλό κλίμα. Όλα τα έχετε εδώ. Έχετε μουσική, βιβλία, ιστορία. Σε μας η ζωή είναι μονότονη και η δουλειά σκληρή. Κυριαρχεί αυταρχισμός, θρησκευτικός φανατισμός, σεξουαλική καταπίεση, περιερισμός των ελευθεριών. Εδώ έχετε τις αστικές σας ελευθερίες. Είστε πλούσιοι και κατέχετε. Εμείς είμαστε φτωχοί και μας λείπουν πολλά. Εσείς έχετε, εμείς δεν έχουμε. Τα πάντα είναι όμορφα εδώ. Τα πάντα, εκτός από τα πρόσωπα. Στη χώρα μου τίποτα δεν είναι όμορφο. Τίποτα, εκτός από τα πρόσωπα. Τα άλλα πρόσωπα, οι άντρες κι οι γυναίκες. Αυτό είναι και το μόνο που έχουμε, τα αδέρφια μας. Ο ένας έχει τον άλλον. Εσείς εδώ κοιτάζετε τα κομπιούτερ και τα ipod. Εμείς στη χώρα μου κοιτάζουμε τα μάτια. Και μέσα στα μάτια βλέπουμε το μεγαλείο της ανθρώπινης ψυχής. Παρά τα όποια προβλήματα οι άντρες μας και οι γυναίκες μας είναι ελεύθεροι… δεν κατέχουν τίποτα. Κι εσείς, οι κατέχοντες, είστε και κατεχόμενοι. Είστε όλοι φυλακισμένοι. Καθένας σας είναι μόνος, μοναχικός, με το σωρό των πραγμάτων που κατέχει. Ζείτε στη φυλακή, πεθαίνετε στη φυλακή. Μονάχα αυτό μπορώ να δω στα μάτια σας… τον τοίχο, τον τοίχο!»
Όλοι είχαν μείνει αποσβολωμένοι. Η Λούση σηκώθηκε και πήγε προς το μέρος του. Τον άρπαξε, τον σφιχταγκάλιασε και τον φίλησε στο στόμα. Ο Μοχάμετ ήρθε αμέσως σε στύση και πάνω στο τρίψιμο που ένοιωθε με το κορμί της κι εκσπερμάτωσε. Αμέσως στο παντελόνι του άρχισε να σχηματοποιείται ο λεκές από το σπέρα. Ο φίλος του τον πήρε και πήγανε στην τουαλέτα. Ξέρασε στη λεκάνη και καθαρίστηκε όσο μπορούσε. Του έφτιαξε ένα καφέ. Τον πήρε κι ανέβηκαν στην ταράτσα. Τα ντουβάρια της πόλης φωτιζόντουσαν περισσότερο από λεπτό σε λεπτό.
Ο ήλιος είχε ξεπροβάλλει.
Ο Μοχάμετ σε ένα πάρτυ μασκέ